μετριοφρονώ — (ΑΜ μετριοφρονῶ, έω) [μετριόφρων] είμαι μετριόφρων, ταπεινοφρονώ … Dictionary of Greek
ακαύχητος — η, ο 1. ο μη καυχησιάρης, ο μετριόφρων 2. αυτός που δεν έχει τίποτε για το οποίο να μπορεί να καυχηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + καυχώμαι] … Dictionary of Greek
ακενόδοξος — ἀκενόδοξος, ον (Α) αυτός που δεν κατέχεται από κενοδοξία, ο μετριόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κενόδοξος. ΠΑΡ. ἀκενοδοξία] … Dictionary of Greek
ακόμπαστος — η, ο (Α ἀκόμπαστος, ον) [κομπάζω] αυτός που δεν κομπάζει, που δεν καυχιέται, ο μετριόφρων … Dictionary of Greek
ακόρδωτος — η, ο αυτός που δεν κορδώνεται, που δεν υπερηφανεύεται, ο μετριόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κορδωτός < κορδώνω] … Dictionary of Greek
αξύπαστος — η, ο 1. αυτός που δεν ξυπάζεται, δεν δείχνει αλαζονεία, ο μετριόφρων 2. ο αναιδής … Dictionary of Greek
μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… … Dictionary of Greek
μετριάζω — (I) (ΑΜ μετριάζω, Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω) 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μέτριο, κρατώ κάτι μέσα στα όρια τού μέτρου, μειώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση, περιστέλλω, περιορίζω (α. «μετριάζω την ταχύτητα» β. «οὐκ ἂν ποτ ᾠήθησαν ὅρκοις … Dictionary of Greek
μετριοφροσύνη — η (ΑΜ μετριοφροσύνη) [μετριόφρων] η ιδιότητα τού μετριόφρονα, ταπεινοφροσύνη, απλότητα στη συμπεριφορά, μετριότητα στις απαιτήσεις ή αξιώσεις … Dictionary of Greek
μετριοφρόνως — (Μ μετριοφρόνως) επίρρ. βλ. μετριόφρων … Dictionary of Greek